έτης

έτης
ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ὁ ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτης («οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλος («ἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *swe-t-ā < ΙΕ ρίζα *swe- (πρβλ. ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE *swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ *swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔτης — clansmen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτῆς — ἐτάζω examine fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτῇς — ἐτάζω examine fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεισκαιδεκ(α)έτης — και τρισκαιδεκ(α)έτης και τρεισκαιδεχέτης, ες, θηλ. και τρεισκαιδεκ(α)έτις, Α αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντ έτης] …   Dictionary of Greek

  • ογδωκοντ(α)έτης — ὀγδωκοντ(α)έτης, ες (Α) βλ. ογδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

  • τρισκαιδεκ(α)έτης — ες, Α βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης …   Dictionary of Greek

  • ἔτεα — ἔτης clansmen masc acc sg (epic ionic) ἔτος year neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτη — ἔτης clansmen masc voc sg ἔτος year neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔτος year neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτην — ἔτης clansmen masc acc sg (attic epic ionic) ἔτος year neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτου — ἔτης clansmen masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”